- τηλινος
- τήλινοςτήλῐνος3приготовленный из верблюжьего сена
(μύρον Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μύρον Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τήλινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που παρασκευάζεται από τήλι («τήλινον μύρον») 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τηλίνη το φυτό κύτισος 3. το ουδ. ως ουσ. τo τήλινον μύρο από απόσταξη τών σπόρων τού φυτού τήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλις + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
τηλίνων — τήλινος of fenugreek fem gen pl τήλινος of fenugreek masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήλινον — τήλινος of fenugreek masc acc sg τήλινος of fenugreek neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίνην — τήλινος of fenugreek fem acc sg (attic epic ionic) τηλίνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίνης — τήλινος of fenugreek fem gen sg (attic epic ionic) τηλίνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίνοις — τήλινος of fenugreek masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίνου — τήλινος of fenugreek masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίνῳ — τήλινος of fenugreek masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήλινα — τήλινος of fenugreek neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίνη — ἡ, Α βλ. τήλινος … Dictionary of Greek